παναμείλιχος

παναμείλιχος
παν-α-μείλικτος, u. παν-α-μείλιχος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παναμείλιχος — παναμείλιχος, ον (Α) τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείλιχος «αμείλικτος»] …   Dictionary of Greek

  • παναμείλιχον — παναμείλιχος allunmerciful masc/fem acc sg παναμείλιχος allunmerciful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”